Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Πειρατεία στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο

Η πειρατεία στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη εμφάνιση του φαινομένου της πειρατείας, δηλαδή της καταλήστευσης πλοίων και πόλεων από ένοπλες ναυτικές ομάδες. Ξεκινώντας από αλασγικές, αιγυπτιακές και ουγκαριτικές πηγές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, περνώντας απ' τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και φτάνοντας ως το Λίβιο και τον Πλούταρχο, οι περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τα έργα και τις ημέρες των πειρατών.

Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμη και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου.

Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τις πειρατικές δραστηριότητες, αλλά αυτό επ' ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους. Η πλήρης καταστολή του φαινομένου επιτεύχθηκε μόλις τον 1ο αι. π.Χ. από τους Ρωμαίους με το Γαβίνειο Νόμο, ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης: στρατιωτικής, αφού μόνο τότε κάποιο κράτος κατέκτησε τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβάλει το νόμο του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και πολιτικής με τη μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή θάλασσα.

Δεν είναι υπερβολή εάν ειπωθεί, πως η ιστορία της πειρατείας ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορία της ναυτιλίας και του εμπορίου. Το πού ακριβώς ο άνθρωπος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί συστηματικά θαλάσσια μέσα, το γνωρίζουμε: στη Μεσόγειο. Το πότε, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σίγουρα πάντως ήταν πολύ πριν απ' το 3000 π.Χ., όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτες σωζόμενες αναπαραστάσεις πλοίων.

Τέχνεργα από οψιανό (ορυκτό γυαλί της Μήλου) που βρέθηκαν σε νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, πιστοποιούν ότι η ναυσιπλοΐα δεν ήταν άγνωστη για τον κάτοικο της νεολιθικής Ελλάδας. Στο ίδιο συμπέρασμα συνηγορεί η εμφάνιση ενός ώριμου πολιτισμού άγνωστης προέλευσης στην Κρήτη γύρω στο 6000 π.Χ.


Για τους Λαούς της Θάλασσας που δέσποσαν στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού, η πειρατεία και το εμπόριο αποτελούσαν αλληλοσυμπληρούμενες δραστηριότητες. Πολύ συχνά τα αγαθά ή οι σκλάβοι που εμπορεύονταν ήταν προϊόν λεηλασίας πλοίων και παραλιακών πόλεων.


Στη μυκηναϊκή και γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του. Αυτό αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στον τρόπο που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας συστήνεται στον Εύμαιο ως δήθεν βετεράνος του Τρωικού Πολέμου που εν συνεχεία έγινε πειρατής στην Αίγυπτο, με λόγια που δείχνουν ότι ο πειρατής ήταν αξιοσέβαστη προσωπικότητα.


Συναφής δραστηριότητα ήταν και η ληστεία πλοίων από τους ναυαγιστές. Αυτοί άναβαν παραπλανητικές φωτιές στην ξηρά τα βράδια, ώστε να μπερδέψουν τους καπετάνιους των διερχόμενων πλοίων (που νόμιζαν ότι πλησίαζαν σε λιμάνι) και να τους οδηγήσουν σε ξέρες. Τότε επέδραμαν στα ακινητοποιημένα ή βυθιζόμενα πλοία και τα λεηλατούσαν - πρόκειται για μια πρακτική που εγκαταλείφθηκε μόλις το 19ο αιώνα μ.Χ.


Διάσημος ναυαγιστής της μυθολογίας ήταν ο αργοναύτης Ναύπλιος, πατέρας του Παλαμήδη που θανατώθηκε άδικα με λιθοβολισμό στον Τρωικό Πόλεμο. Για να εκδικηθεί την εκτέλεση του γιου του, ο Ναύπλιος οδήγησε με το παραπάνω τέχνασμα πολλά ελληνικά καράβια στα βράχια του Καφηρέα ενώ επέστρεφαν απ' την Τροία.


Η διάσπαση της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου σε μικρότερα βασίλεια, τα οποία αναλώνονταν σε μεταξύ τους διενέξεις, οδήγησε την πειρατεία σε νέα άνθιση. Δεν ήταν μόνο η αδυναμία των διαδόχων να ελέγξουν τις θάλασσες, αλλά και το ότι συχνά τα ελληνιστικά βασίλεια επιζήτησαν τη συνεργασία των πειρατών στους μεταξύ τους πολέμους, εργαλειοποιώντας την πειρατεία σε μέθοδο ρύθμισης των ναυτικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου.

Πολλοί μονάρχες στρατολογούσαν Κρήτες και Αιτωλούς. Ο «αρχιπειρατής» του 3ου αιώνα π.Χ. υπηρετούσε όποιον του προσέφερε περισσότερα σε καιρό πολέμου, ενώ λεηλατούσε πλοία και πόλεις για λογαριασμό του σε καιρό ειρήνης.



Επίσης οι Ιλλυριοί επανεμφανίστηκαν στο Ιόνιο Πέλαγος, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Αντιγονιδών και των Ηπειρωτών, και από εκεί επέδραμαν εναντίον των ακτών της Δυτικής Ελλάδας (χαρακτηριστικά: Ήπειρος και Μοθώνη, Αιτωλία) ή λεηλατούσαν ελληνικά και ρωμαϊκά πλοία.


Η Ρώμη δοκίμασε το 230 π.Χ. να έλθει σε συνεννόηση μαζί τους, ώστε να εξασφαλίσει ελεύθερο διάπλου για τα καράβια της, αλλά οι Ιλλυριοί δολοφόνησαν ένα μέλος της αντιπροσωπείας (άγνωστο εάν έγινε με βασιλική εντολή). Μετά από αυτό, ρωμαϊκές λεγεώνες εξεστράτευσαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια (Α' Ιλλυρικός Πόλεμος).


Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των πειρατών σε αυτήν την περίοδο υπήρξε η Ρόδος, η οποία γύρω στο 300 π.Χ. δημιούργησε ένα νέο σκάφος, την τριημιολία, για την καταδίωξη των πειρατικών ημιολιών. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την κρητική πειρατεία στα πλαίσια δύο πολέμων, του Α' και του Β' Κρητικού, χωρίς απόλυτη επιτυχία.

Καθώς η ελληνιστική εποχή πλησίαζε προς το τέλος της, τα πιο διαβόητα πειρατικά λημέρια του ελληνικού κόσμου μεταφέρονταν στην Τραχεία Κιλικία, δηλ. τα μικρασιατικά παράλια ΒΑ της Κύπρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου